αδίπλωτος

αδίπλωτος
η , ο несложенный;
несогнутый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αδίπλωτος" в других словарях:

  • αδίπλωτος — η, ο (Μ ἀδίπλωτος, ον) [διπλῶ] νεοελλ. αυτός που δεν διπλώθηκε μσν. ο αδιπλασίαστος* …   Dictionary of Greek

  • αδίπλωτος — η, ο αυτός που δε διπλώθηκε: Άφησε την πετσέτα του αδίπλωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδίπλωτον — ἀδίπλωτος masc/fem acc sg ἀδίπλωτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάπτυκτος — η, ο [διαπτύσσω] αυτός που δεν διπλώθηκε, αδίπλωτος, ατσαλάκωτος …   Dictionary of Greek

  • αμάζευτος — (και αμάζωχτος και αμάζωτος), η, ο [μαζεύω] αυτός που δεν μαζεύεται ή δεν μαζεύτηκε και ειδικά: 1. (για καρπούς, άνθη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει συλλέγει, ο ασυγκόμιστος 2. αυτός που δεν στοιβάχθηκε, ασώρευτος, αστοίβαχτος 3. για το σπίτι κυρίως)… …   Dictionary of Greek

  • ατύλιχτος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι περιτυλιγμένος με χαρτί ή ύφασμα 2. αυτός που δεν έχει διπλωθεί ή συσκευαστεί σε δέμα, αδίπλωτος 3. (για νήμα) ακουβάριαστος 4. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει με δόλο παρασυρθεί σε γάμο ή μπλεχτεί σε υπόθεση ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»